Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΖΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ

 Καθώς ανέβηκα εκείνο το βράδυ στην κάμαρά μου, είδα ότι είχα προχωρήσει πολύ

 κι ότι ήταν αδύνατο πια να γυρίσω πίσω,

κι ύστερα , η συχνή αναπόληση με πλάγιαζε άρρωστο στη σοφίτα,

πολλές σκάλες ψηλά, έρημο, με μόνο τη θεία εγκαρτέρηση,

που κάνει τα ζώα να κοιτάζουν κάτω,

λίγο κονιάκ, τότε, μου ’κανε καλό,

έφερνε το αμάξι μπροστά στην πόρτα,

έτσι με τον καιρό έγινα φιλύποπτος

και δεν άγγιζα ποτέ ένα καρφί χαλαρωμένο στον τοίχο,

 γιατί ποιος ξέρει αν όλα δεν κρέμονται απ’ αυτό,

και πολύ αργότερα άκουσα μέσα μου το γδούπο απ’ το ποτήρι που μου ’χε πέσει,

ο πατέρας με φώναζε απρόσεχτο,

μα η μητέρα που Το είχε δει κι εκείνη σώπαινε κάτωχρη,

 κι όταν ύστερα μείναμε μόνοι,

ξέραμε πως δεν θα μιλούσαμε ποτέ γι’ Αυτό,

και θα ζούσαμε πια μόνο γι’ Αυτό,

ώσπου στο τέλος μονάχα εμείς οι τρεις αποτελούσαμε

 την οικογένεια μες στους αιώνες που πέρασαν

[Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ,  μια ιστορία Απ’ το Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972 –

Τίτλος της ανάρτησης η ακροτελεύτια φράση από τη ΓΙΟΡΤΗ, τελευταία ιστορία σ’ αυτή την ενότητα.

Απ’ την ίδια ενότητα ανθολογούνται και οι παρακάτω ΙΣΤΟΡΙΕΣ:

1.   ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ, Είχε μια έκφραση μυστηριώδη…

2.    Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, Τώρα που δεν έχω πια τίποτα να ελπίζω

3.    ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΚΗΡΟΠΩΛΕΙΟΥ, Αν μπορούσα κάποτε να εξηγήσω…

4.    ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ, Ήμουν βέβαια κουρασμένος…

5.    ΣΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥ ΓΚΑΖΙΟΥ, Ήταν όλοι πολυάσχολοι εκείνη τη μέρα…

6.    Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ, Συχνά σκέφτομαι πως η εκπλήρωση είναι ένα τέχνασμα…

7.    ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ, Ήταν τη νύχτα που δώσαμε το μεγάλο δείπνο

8.    ΑΝΩΝΥΜΙΑ, Ο Φίλιππος θα πέθαινε σε λίγο…

9.    ΦΙΛΕΡΓΟΣ, Στο βάθος το ’ξερα πως μια μέρα θα προδοθώ

10. ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ, Εκείνοι, βέβαια, είχαν φύγει…

11. ΙΣΚΙΟΙ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ, Πώς τόλμησα, αλήθεια, να πιστέψω ότι…

12. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, Στο βάθος, όμως, ήξερα πως κάτι απροσδόκητο θα τα ματαίωνε όλα…

13. ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ, Πολλές φορές ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω…

14. ΤΕΡΕΖΑ, Θα ’θελα, κάποτε, να τελειώσω αυτή τη μικρή ιστορία…

15. Η ΕΥΝΟΙΑ, Θυμήθηκα, κάποτε που ρώτησα τη μητέρα…

16.       ΓΙΟΡΤΗ, Καμιά φορά αναρωτιέμαι γιατί τα γράφω όλα αυτά

 

 


ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ (μια ιστορία απ’ το Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ 1972)

Είχε μια έκφραση μυστηριώδη, σχεδόν ανησυχητική, καθώς κοίταζε, μέρες τώρα, σ’ ένα σημείο μέσα στην κάμαρα, στάθηκα, λοιπόν, στη σκάλα και προσπάθησα να τραβήξω την προσοχή του κι όταν, ύστερα, χτύπησε την πόρτα και μπήκε, ήταν τόσο δυστυχισμένος, που η λάμπα πήγαινε μπροστά απ’ αυτόν, μόνη της «μα δε βλέπετε, λοιπόν, πως κατοικεί μαζί μας;»  είπε, οι άλλοι μιλούσαν δυνατά και γελούσαν (από φόβο, βέβαια) και μόνο το παιδί καθισμένο στην άκρη, κοίταζε κι εκείνο θλιμμένα στο ίδιο σημείο,

και σκέφτηκα ότι αυτό που μας μεγαλώνει είναι, ίσως, η ίδια η παιδικότητα, που μας διώχνει, για να μην, τελικά, εννοήσουμε

 

Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ

Τώρα που δεν έχω πια τίποτα να ελπίζω, σκέφτομαι την ασήμαντη ζωή μου μ’ ευγνωμοσύνη, γιατί, συχνά, μη δίνοντάς μου σημασία, σαν να μην υπήρχα, φανερωνόντουσαν Εκείνοι, και τα βράδια άκουγα το δαχτυλίδι της πάνω στο μάρμαρο, κανείς δεν ήξερε ποτέ σε ποια κάμαρα βρισκόταν, απαλή κι αποτραβηγμένη, από τότε που την άγγιξε το ακατάληπτο κι έφυγε μ’ έναν άνθρωπο του νεκροταφείου,

κι ας λένε οι άλλοι ότι έμεινα στο περιθώριο, τι άλλο μπορεί κανείς απ’ το να κρατηθεί, μ’ όλους τους πειρασμούς, μακριά απ’ το Μεγάλο, έτσι συνεννοείται λίγο-λίγο μαζί του μ’ ένα τρόπο διαφορετικό, και στο δρόμο οι απόκληροι αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον απ’ το δισταχτικό βήμα τους, σαν να ακολουθούν τον καλύτερό τους που πάει μπροστά.

[ΑΠ’ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗ στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΚΗΡΟΠΩΛΕΙΟΥ (μια ιστορία απ’ το Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ 1972)

Αν μπορούσα κάποτε να εξηγήσω ότι εγώ, ένας ασήμαντος, χαμένος άνθρωπος, ονειρεύτηκα τόσα πολλά, αλλά τι σημασία έχει, φρόντιζα μόνο ν’ ακουμπάω δίπλα στο κομοδίνο τις νύχτες ό,τι απόμεινε απ’ την καταστροφή, όταν χτύπησαν, λοιπόν, κι άνοιξα είδα το παιδί το κηροπωλείου, ποις άλλος μπορούσε τάχα να ’ταν, κι έκλαιγα από βουβή περηφάνια, ότι αξιώθηκα, γιατί οι απόκληροι είναι σαν τις μητέρες, αφού από το σιωπηλό τους πόνο τράφηκε το ανείπωτο, συλλογιζόμουν, λοιπόν, ένα σωρό πράγματα, ώσπου έφτιαξα μια ολόκληρη ζωή, έξω απ’ τον κόσμο, και τα βράδια έβλεπα μες στον καθρέφτη να στέκεται μόνο του το κερί, μα ήταν στιγμές που λυπόμουν τον εαυτό μου κι άνοιγα το παράθυρο, σαν να υπήρχε ακόμα τρόπος να με δουν.

Βράδιαζε κι έστεκα εκεί, μαγεμένος, μπροστά σε τόση απόκρυφη δικαιοσύνη.

 

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ

Ήμουν, βέβαια, κουρασμένος, ύστερα από τόσα που έγιναν, όμως άντεξα και δε με ξάφνιαζε πια καθόλου όταν έβρισκα τα σκοτεινά μηνύματα, ακόμα και μες το ψωμί μου (και τότε έτρωγα και το τελευταίο κομματάκι, για να μη μ’ αναγνωρίσουν), όλα, βέβαια, έδειχναν ήσυχα, τόσο που συχνά ανοίγοντας μια πόρτα βρισκόμουν απ’ το άλλο μέρος, εκεί που χτυπούν σιωπηλά οι φτερούγες, για να μπορούν να γλιστράνε εδώ τα πουλιά, τότε, συνήθως, μου έρχεται η κρίσις και μένω εκεί βουβός, ακούγοντας τον κόσμο να συνεχίζεται, να συνεχίζεται αδιάκοπα, και μόνον αργότερα μαθαίνεις τι έχασες, όμως εκείνη τη νύχτα σηκώθηκα και κατέβηκα με προσοχή στο υπόγειο, όπου κρύβαμε το προσωπείο ενός χαμένου μακρινού βασιλιά «ήρθε ο καιρός σκέφτηκα και το φόρεσα, γιατί ύστερα από τόσους νεκρούς, μόνο το ανήκουστο κατοικούσε τώρα στο σπίτι.

[ΑΠ’ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗ στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

ΣΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥ ΓΚΑΖΙΟΥ (μια ιστορία απ’ το Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ 1972)

Ήταν όλοι πολυάσχολοι εκείνη τη μέρα, η ταφή, τα κληρονομικά, όπως σε κάθε σπίτι που πέθανε κάποιος ένα παιδί στέκεται, μεγαλωμένο ξαφνικά, στην κορφή της σκάλας, και κοιτάζει αμήχανα γύρω του, σα να ’πρεπε κάτι να επανορθώσει, κανείς, φυσικά, δεν το προσέχει και μόνο  μια άγνωστη γυναίκα του χαμογέλασε, καθώς έβαζε τα λουλούδια σε μια μυστηριώδη σκιά, εκεί, που ίσως είχαμε μείνει για πάντα, και θυμήθηκα την κάμαρα με τον ήχο του γκαζιού, που μ’ έφεραν βιαστικά, παιδί, ματωμένον απ’ τους τροχούς του αμαξιού, η ίδια αυτή γυναίκα είχε μπει σχεδόν απαρατήρητη, και τότε τα μάτια μου έπεσαν στο παράθυρο, που οι κουρτίνες είχαν μια προφύλαξη σαν να ’πρεπε να το αντέξουν κι αυτό.

 

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Συχνά σκέφτομαι πως η εκπλήρωση είναι ένα τέχνασμα, για να μας κρατούν οι θεοί μακριά, κι αν εγώ σώθηκα απ’ την καταστροφή, είναι χάρη στην εξάντλησή μου, έτσι την κρίσιμη στιγμή που όλοι εγκαταλείπουν το σπίτι κουβαλώντας τα υπάρχοντά τους, εγώ κράτησα μόνο ένα μακρινό σημείο, γιατί ποιος είναι αλήθεια, αυτός που πηγαίνει, ενώ εσύ στέκεσαι απ’ την πρώτη μέρα μπρος στο αδιάβατο,

κι ο θάνατος είχε μπει στο σπίτι την ώρα που το χτίζαν, κι αργότερα οι νεκροί δεν ήταν παρά οι αιώνιοι κρυμμένοι, που φαινόντουσαν για λίγες ώρες, τα παιδιά, όμως, είχαν έναν άλλο φίλο, έτσι νομίζαμε καμιά φορά πως μιλούν μονάχα τους, και το βράδυ στον ύπνο παίρναν μαζί τους τις εικόνες, που δε θα ζούσαν ποτέ, γι’ αυτό το πρωί ήταν πάντα αφηρημένα και νύσταζαν, σαν να ’θελαν κάτι να συνεχίσουν.

[ΑΠ’ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗ στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ (μια ιστορία απ’ το Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ 1972)

Ήταν τη νύχτα που δώσαμε το μεγάλο δείπνο, οι καλεσμένοι κάθισαν στο τραπέζι σιωπηλοί, όλοι κάτι περίμεναν, κανείς δεν ήξερε τι, «ίσως μας λυπηθεί ο Θεός» είπε ο οικοδεσπότης βαριά, κι ήταν, αλήθεια, απίστευτο που πέρασε η νύχτα χωρίς να συμβεί τίποτα.

Όταν όμως, καθώς ξημέρωνε, σήκωσαν το τελευταίο ποτήρι, τα χέρια τους είχαν τις βαριές κινήσεις εκείνων, που χωρίς να το ξέρουν, διασταυρώθηκαν στο δρόμο τους με το φριχτό.

 

ΑΝΩΝΥΜΙΑ

Ο Φίλιππος θα πέθαινε σε λίγο, και καταλάβαινα πως όλοι οι αιώνες δε θα ’φταναν πια, καθόμαστε σιωπηλοί όταν στην κορφή της σκάλας ακούστηκε μια φωνή, «Φίλιππε» είπε, και ξανά πάλι «Φίλιππε», χωρίς να περιμένει απάντηση, προσπάθησα να διακρίνω ποιος είναι, μα δεν φαινόταν κανείς, και τότε σκέφτηκα πως αυτή η φωνή, ίσως, να υπήρχε πάντα εκεί, στην κορφή της σκάλας, και να μην την ακούγαμε, ενώ ήταν ό,τι πιο δικό μας είχαμε στον κόσμο, «Φίλιππε» ξανάπε, σαν να ’θελε να συγκρατήσει λίγο ακόμα το όνομά μας, μες την αιώνια καταστροφή.

[ΑΠ’ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗ στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

ΦΙΛΕΡΓΟΣ (μια ιστορία απ’ το Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ 1972)

Στο  βάθος το ’ξερα πως μια μέρα θα προδοθώ μόνος μου, φρόντιζα, λοιπόν, να στέκομαι πάντα στη σκιά, έτσι έγινα σιγά- σιγά δυσδιάκριτος, ώσπου ήρθε η θεϊκή αφάνεια που κάνει τους απόκληρους να μην χρειάζονται παλτό ή καπέλο, κι όταν τη θάψαμε, πλούσια προικισμένη απ’ τις τελευταίες της μέρες, ερχόταν συχνά κι ας μην την έβλεπαν, γιατί μόνο οι ταπεινοί συναντούν στο δρόμο τους νεκρούς, έχοντας τη χάρη να αγνοούν τη ματαιότητα, κι όταν μια νύχτα της άλλαξα τα σκεπάσματα, βρήκα το ρόδο, έξω από τον κόσμο, «μην κλαις, μου λέει, τώρα είμαι εγώ», μ’ εκείνη την παραπλανητική σιωπή των νεκρών, ώσπου οι μέρες και οι νύχτες δεν επαρκούσαν κι έπρεπε να γαληνέψω το σπίτι με το ανυπόταχτο, κι όταν δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω, όπως είμαι φίλεργος, ακολουθούσα το φράχτη του κήπου που χανόταν στο βάθος, σαν τις ιστορίες που δε ζήσαμε και ξαναγυρίζουν ανέγγιχτες στο Θεό.

 

ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ

Εκείνοι, βέβαια, είχαν φύγει, μα ο θάνατός τους είχε μείνει εδώ και φτεροκοπούσε μέσα στις κάμαρες, έπρεπε να προστατεύω με το χέρι τα μάτια μου και να διαβώ. Έτσι δεν είδα τίποτα από τον κόσμο.

Μόνο καμιά φορά, όταν ήμουν πολύ θλιμμένος, η νεκρή μητέρα κοίταζε, χαμογελώντας, πάνω απ’ τον ώμο μου, το παιδί που στέκει πίσω μας (κι ήταν τόσο απροσδόκητο που ’χαμε μεγαλώσει), έγερνα τότε στην καρέκλα και καθόμουν εκεί, βλέποντας τη μαύρη σκιά των δένδρων να κατεβαίνει, γιατί το μόνο που έχει στον κόσμο κανείς είναι να γείρει κάπου και να κλάψει το παιχνίδι που έμεινε στη μέση.

[ΑΠ’ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗ στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

ΙΣΚΙΟΙ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ  (μια ιστορία απ’ το Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ 1972)

Πώς τόλμησα, αλήθεια, να πιστέψω ότι μπορούσα να ξεφύγω εγώ, που δεν ήμουν παρά ένας άνθρωπος, εφήμερη κατοικία του φόβου, και πίσω από το πέπλο στέκουν οι θεοί σιωπηλοί, ίσως κι αυτοί τρομαγμένοι, «τι ονειρεύεσαι;» ρωτούσα συχνά κι η κουκουβάγια ακουγόταν μακριά καθώς σκοτείνιαζε, ενώ κάποιος έκλαιγε πίσω απ’ την πόρτα, γιατί οι άλλες ζωές που δεν θα γνωρίσουμε είναι εδώ και μας παραμερίζουν, σαν το μεγάλο ίσκιο των ζητιάνων πάνω στον τοίχο, ενώ οι ίδιοι απλώνουν το χέρι πιο εκεί, ισχνοί και αβέβαιοι, έτσι που πια δεν ξέρεις ποια είναι η αληθινή τους ύπαρξη.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Στο βάθος, όμως, ήξερα πως κάτι απροσδόκητο θα τα ματαίωνε όλα ξαφνικά, κι όταν τους άκουγα να μιλάνε, ένιωθα σαν να μην είχα μεγαλώσει ποτέ, τόσο ήταν αδιάφοροι (κι έπρεπε να το προφυλάξω, και κανένα μέρος δεν ήταν ασφαλές) κι όπως πήγαινα στο δρόμο, έρημος, άπλωνα το χέρι χωρίς να ’ναι, κανείς, γιατί ποιος μας λέει, ότι δεν είναι κάποιος εκεί που περιμένει, τότε χτύπησαν την πόρτα «πώς ήρθες;» του λέω, ήταν ένας παλιός, παιδικός φίλος, «έχω κάτι να τελειώσω ακόμα», είπε, κι όλη τη νύχτα άκουγα τους λυγμούς του στη διπλανή κάμαρα, γιατί είχε πεθάνει πολύ νέος κι ήρθε να κλάψει, ώστε να τελειώσει ο προορισμός του πάνω στη γη.

[ΑΠ’ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗ στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

 

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ (μια ιστορία απ’ το Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ 1972)

Πολλές φορές ένιωσαν την ανάγκη να μιλήσω, μα πώς να γίνει πιστευτό, περιπλανιόμουν, λοιπόν, σιωπηλός, κι αν δεν πέθανα, είναι για να κρατήσω αυτή την έσχατη θέση και να μην υποφέρει ένας άλλος τελευταίος, όμως, συχνά μ’ έπιανε πανικός, ιδιαίτερα όταν ανέβαινα απ’ το υπόγειο, γιατί είχα δει πόσο ανησυχητικά το σπίτι άγγιζε πάνω στο σκοτάδι, κι όταν εκείνο το βράδυ ετοιμάζουμε τις αποσκευές, σκέφτηκα πως θα ταξίδευαν, αλλά όταν έγινε εκείνη η μεγάλη ησυχία κι αντίκρισα τα πρόσωπά τους χλωμά, κατάλαβα, και την ίδια στιγμή την είδα, στεκόταν όρθια στο βάθος, κι αν δεν κρατούσαμε το παιδί θα ’τρεχε καταπάνω της, αγκαλιάζοντας το απαγορευμένο.

 

ΤΕΡΕΖΑ

Θα ’θελα κάποτε να τελειώσω αυτή τη μικρή ιστορία που αποφάσισα να διηγηθώ, αλλά πάντα κάποιο εμπόδιο, το τρίξιμο μιας πόρτας ή η χειρονομία ενός φτωχού που τέλειωνε στο άπειρο, ιδιαίτερα αυτή η ώρα, όταν βραδιάζει και σου πέφτει κάτι απ’ τα χέρια, που ύστερα είναι αδύνατο να το ξαναβρείς, γιατί έπεσε εκεί που ήσουν.

Τερέζα ψιθύρισα.

Εκείνη έκανε νόημα ότι τα ήξερε όλα, μόλο που ήταν όλα φανταστικά, γιατί εγώ δεν είχα πλαγιάσει ποτέ δίπλα της, μα περιπλανιόμουν σαν μια κολασμένη ψυχή γύρω από το σπίτι, κι όταν έφυγαν όλοι, όπως κατέβηκα να κλείσω τη μεγάλη πόρτα, θυμήθηκα, παιδί, σ’ ένα σπίτι  ξένο, που οι υπηρέτες μ’ έβγαλαν γρήγορα έξω, στο απόκοσμο, που το ’βλεπα για πρώτη φορά, γι’ αυτό νιώθω πάντα πιο άνετα πάνω στις γέφυρες, εκεί που η συνέχεια είναι βυθισμένη στο σκοτάδι. Κι αυτός ο άλλος που διαβαίνει από κάθε ζωή πηγαίνει μακρύτερα. 

[ΑΠ’ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗ στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

 

Η ΕΥΝΟΙΑ (μια ιστορία απ’ το Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ 1972)

Θυμήθηκα, κάποτε που ρώτησα τη μητέρα, «πώς είναι;» της είπα, μα εκείνη γύρισε το πρόσωπό της κι  έκλαψε, από τότε δέχομαι υπάκουα το καθετί, και συχνά ήμουν τόσο αδέξια μέσα στον κόσμο, που οι ουράνιες δυνάμεις έπαιζαν με τα ξέφτια του παλτού μου, χωρίς να φυσάει καθόλου αέρας, αν μιλούσα τότε θα καταλάβαιναν, μα το αιώνιο έχει από πριν αφανίσει όλα τα λόγια, και κάποτε που μετακίνησαν τη λάμπα, χωρίς να ζητήσουν τη σκοτεινή εύνοια, την ίδια νύχτα η γυναίκα γέννησε το φριχτό σημάδι, που το θανάτωσαν βιαστικά, στην άκρη το κήπου, μάταια έπεσα στα γόνατα και τους ικέτεψα, «αφήστε το, είπα, ίσως αυτό μας καταλάβει», εκείνοι, απόμακροι και χλωμοί, όπως όλοι που είδαν, αμπάρωναν κιόλας τη μεγάλη σιδερένια πόρτα.

 

ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΓΡΑΦΩ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΚΙ ΑΝ ΘΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗΣΟΥΝ ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΝΑΝ…

… προτιμούσα, λοιπόν, να μένω γονατιστός (ήταν το δικό μου σπίτι), όμως, γρήγορα, έχανα τον ειρμό με τον ίσκιο εκείνων των μεγάλων φτερών πάνω στον τοίχο, ενώ ήμουν ολομόναχος στην κάμαρα,  έτρεχα τότε στο απάνω πάτωμα, ψάχνοντας, κι ύστερα πιο πάνω, ως πέρα τους εξώστες. Ώσπου όταν ξανακατέβαινα είχε τελειώσει η γιορτή. Άνοιγα τότε την πόρτα και κοίταζα ήρεμος τη νύχτα, επειδή τίποτα δεν άλλαζε, κι ο καθένας ζει με τον τρόπο του την αιώνια περιπλάνηση   [ΓΙΟΡΤΗ απ’ το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗ στη συλλογή του Τάσου   Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

Δευτέρα, 11 Ιανουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ